καταγελᾷς — καταγελάω laugh pres subj act 2nd sg καταγελάω laugh pres ind act 2nd sg (epic) καταγελάω laugh pres subj act 2nd sg καταγελάω laugh pres ind act 2nd sg (epic) καταγελάω laugh fut ind act 2nd sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Καταγέλας — Καταγέλᾱς , Καταγέλα fem acc pl Καταγέλᾱς , Καταγέλα fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταγέλας — καταγέλᾱς , καταγελάω laugh imperf ind act 2nd sg (homeric ionic) καταγέλᾱς , καταγελάω laugh imperf ind act 2nd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταγελᾶις — καταγελᾷς , καταγελάω laugh pres subj act 2nd sg καταγελᾷς , καταγελάω laugh pres ind act 2nd sg (epic) καταγελᾷς , καταγελάω laugh pres subj act 2nd sg καταγελᾷς , καταγελάω laugh pres ind act 2nd sg (epic) καταγελᾷς , καταγελάω laugh fut ind… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταγελώ — (AM καταγελῶ, άω) γελώ περιφρονητικά σε βάρος κάποιου («καταγελᾷς ἤδη σύ μου», Αριστοφ.) νεοελλ. γελώ δυνατά … Dictionary of Greek
καταγελώ — και καταγελάω καταγέλασα, καταγελάστηκα, καταγελασμένος 1. γελώ περιφρονητικά σε βάρος κάποιου: Μη με καταγελάς. 2. γελώ υπερβολικά: Καταγελάσαμε με τα αστεία του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)